- μονόγλωσσος
- μονόγλωσσος και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)αυτός που μιλά μία μόνο γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* - -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πολύ-γλωσσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονογλωσσώ — μονογλωσσῶ και αττ. τ. μονογλωττῶ, έω (Α) [μονόγλωσσος] 1. μιλώ μία μόνο γλώσσα 2. εξάγω έναν μόνο ήχο … Dictionary of Greek